κλώσας

κλώσας
κλώσᾱς , κλάω
cry
pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)
κλώσᾱς , κλάω
cry
pres part act fem gen sg (doric)
κλώσᾱς , κλώθω
twist by spinning
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλωσοπούλι — κλωσοπούλι, το και κλωσόπουλο, το το μικρό πουλί της κλώσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλωσοφωλιά — η η φωλιά της κλώσας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”